κιτρόφυτον

κιτρόφυτον
κιτρό-φῠτον, τό,
A citrontree, ib.10.8.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιτρόφυτον — κιτρόφυτον, τὸ (Μ) η κιτριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + φυτον (< φυτόν), πρβλ. λιό φυτο, ξερό φυτο] …   Dictionary of Greek

  • κιτροφύτων — κιτρόφυτον citrontree neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”